Συχνά τίθεται το εξής ερώτημα: Τι είναι τέχνη;. Το ερώτημα όμως αυτό δεν αποσκοπεί απλά στην αποσαφήνιση της έννοιας, τις περισσότερες φορές ερώτημα και απάντηση έχουν ξεκάθαρα αξιολογικό χαρακτήρα: όποιο δημιούργημα δηλαδή συμπεριλαμβάνεται στην κατηγορία «τέχνη» είναι κάτι ποιοτικά ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο που δεν έχει τα «προσόντα» να αποκαλείται τέχνη. Έτσι η έννοια της τέχνης παίρνει ιδεαλιστικά, αναλοίωτα χαρακτηριστικά, αντικειμενι-κοποιείται σαν κατηγορία με πρόσημο θετικό και χρησιμοποιείται ως έννοια που διαχωρίζει τα καλά από τα κακά, έννοια δηλαδή αξιολογική.
Για να μιλήσουμε όμως για την τέχνη ως κοινωνικό και ιστορικό προϊόν, με όρους δηλαδή πολιτικούς, πρέπει να αποδεσμεύσουμε την καλλιτεχνική δημιουργία από οποιαδήποτε υποκειμενική αξιολόγηση σε πρώτο επίπεδο, στο επίπεδο δηλαδή εκείνο της κατάταξης ενός δημιουργήματος ή όχι στην κατηγορία τέχνη. Αν υποπέφταμε σε αυτό το ατόπημα θα εγκλωβιζόμασταν σε έναν άκρατο υποκειμενισμό στα πλαίσια της συζήτησης για το τι αξίζει τελικά να λέγεται τέχνη και τι όχι. Δυστυχώς πολλές συζητήσεις για την τέχνη αναλώνονται ακριβώς σε αυτό το σημείο ή αποκλείουν εξ αρχής πολλά δημιουργήματα από την συζήτηση περί τέχνης ακριβώς γιατί δεν τα συμπεριλαμβάνουν σε αυτή.
Το πόσο ανούσια είναι κοινωνικοιστορικά η κατάταξη δημιουργημάτων στην τέχνη ή όχι δείχνουν πολλά παραδείγματα όπως και η περίπτωση της ρεμπέτικης μουσικής. Κάποτε ίσχυε ως η καλλιτεχνική έκφραση του περιθωρίου και ήταν σήμα κατατεθέν της «άτεχνης υποκουλτούρας», σήμερα – σε άλλη ιστορική συγκυρία – συμπεριλαμβάνεται στην πολιτιστική κληρονομιά της χώρας και δεν αμφισβητείται η γνησιότητά της ως τέχνη.
Πρέπει λοιπόν να αποσαφηνιστεί η έννοια της τέχνης για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για τον ρόλο της στην κοινωνία. Η αποσαφήνιση αυτή δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη, αρκεί να αφαιρέσουμε όλα τα αξιολόγικα στοιχεία που δίνονται στην έννοια αυτή για να καταλήξουμε στον νηφάλιο ορισμό της τέχνης που μπορεί τελικά να περιλαμβάνει οποιαδήποτε έκφραση που χρησιμοποιεί καλλιτεχνικές φόρμες (μουσικές, λογοτεχνικές, εικαστικές κτλ.) και στην οποία υπάρχει έστω και ένας αποδέκτης εκτός του δημιουργού.
Το δεύτερο σκέλος της ερμηνείας, όπου σημειώνεται ότι πρέπει να υφίσταται τουλάχιστον ένας αποδέκτης για να ονομαστεί ένα δημιούργημα τέχνη απορρέει από εκείνη την θεώρηση για την τέχνη που αντιλαμβάνεται την καλλιτεχνική έκφραση ως προϊόν ιστορικών και κοινωνικών συγκυριών, όπως επίσης μηχανισμό κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Η καλλιτεχνική έκφραση που μένει στο άτομο-δημιουργό δεν μπορεί να έχει επίδραση σε άλλους, οπότε και χάνει την κύρια ιδιότητά της. Είναι εν δυνάμει τέχνη.
Αν κινηθούμε εντός της τέχνης, έχοντας ως βάση την ερμηνεία που αναφέρθηκε, θα χρειαστούμε εργαλεία που θα μας επιτρέψουν να αναλύσουμε τις διάφορες πτυχές της, να επαναπροσδιορίσουμε έννοιες ή να απορρίψουμε στερεότυπες αντιλήψεις που θολώνουν τα νερά ως προς την τέχνη στην κοινωνική της διάσταση. Ένα εργαλείο που έχει ήδη αναφερθεί στο προηγούμενο τεύχος είναι αυτό του βαθμού ευχέρειας αποκωδικοποίησης της τέχνης, που αποσκοπούσε στην προσέγγιση των εννοιών της λόγιας και της λαϊκής τέχνης. Ένα άλλο εργαλείο που θα βοηθούσε στην αναθεώρηση της αντίληψης πως η «δύσκολη τέχνη» ή αλλιώς η λόγια τέχνη είναι ανώτερη της «εύπεπτης τέχνης» ή αλλιώς της λαϊκής τέχνης είναι οι έννοιες της «συνοδευτικής και της αυτόνομης τέχνης».
Η έννοιες αυτές θέλουν να θέσουν το ζήτημα της χρηστικότητας της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η συνοδευτική τέχνη είναι η τέχνη που μπορεί να καταναλωθεί ή συνηθίζεται να καταναλώνεται συνοδευτικά με άλλες ασχολίες ή ενέργειες. Αντίθετα, τον άλλο πόλο εκπροσωπεί μια τέχνη που θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς αυτόνομη. Στην «αυτόνομη τέχνη» ο αποδέκτης επιζητά το κονταροκτύπημα, την αντιπαράθεση, την έμπνευση, τον συλλογισμό. Η αυτόνομη τέχνη δεν συνοδεύει μια άλλη ενέργεια, είναι η ίδια το ζητούμενο.
Πρόκειται δηλαδή στην ουσία για ένα δίπολο παρά για κατηγορίες τέχνης. Σημαντικό είναι πως οι πόλοι αυτοί εκφράζουν διαφορές της τέχνης στην χρηστικότητά της, όχι όμως ποιοτικές διαφορές. Δεν αποτελούν δηλαδή αξιολογικά κριτήρια. Η κατάταξη ενός δημιουργήματος πιο κοντά στον πόλο της αυτόνομης ή συνοδευτικής τέχνης δεν δηλώνει τα ανώτερα ή κατώτερα ποιοτικά του χαρακτηριστικά.
Η κατάταξη αυτή δεν μπορεί επίσης να γίνει με απόλυτα αντικειμενικά κριτήρια, αφού η χρηστικότητα της τέχνης υπόκειται σε μεγάλο βαθμό στον υποκειμενισμό του κάθε καταναλωτή. Υπάρχουν όμως μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, οι οποίες βρίσκονται – στην μορφή που έχουν σήμερα – πιο κοντά στον ένα ή στον άλλο πόλο. Το θέατρο για παράδειγμα είναι πιο κοντά στην αυτόνομη τέχνη, η συμφωνική μουσική πιο κοντά στην συνοδευτική. Μάλιστα το δίπολο αυτό μπορεί να γίνει η αφετηρία μετάβασης μορφών τέχνης από τον ένα πόλο στον άλλο, πώς μπορεί δηλαδή το θέατρο να γίνει συνοδευτική τέχνη;
Με την βοήθεια αυτού του δίπολου θα μπορούσαμε να απαντήσουμε παραπέρα σε ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιά δημιουργήματα έχουν ισχυρότερη κοινωνική επίδραση, τα συνοδευτικά ή τα αυτόνομα; Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως η συνοδευτική τέχνη έχει πολύ πιο ισχυρή επίδραση μια και λόγω της χρηστικότητάς της καταναλώνεται πολύ πιο εντατικά και από πολύ μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων. Να ένα πρώτο συμπέρασμα.
Με αφετηρία το δίπολο της συνοδευτικής και αυτόνομης τέχνης μπορούν να τεθούν ακόμα πολλά ερωτήματα που θα αποσκοπούν στην προσέγγιση πτυχών της κοινωνικής επίδρασης της τέχνης. Τι συμβαίνει για παραδειγμα όταν μια κοινωνία αποστρέφεται την αυτόνομη τέχνη και καταναλώνει κατά αποκλειστικότητα συνοδευτική τέχνη; Τι είδους τέχνη πραγματευόμαστε στο σχολείο και γιατί; Τι είδους τέχνη προωθεί η αγορά και γιατί;