«Η Τέχνη, από μόνη της, είναι τόσο σπουδαία πολιτική πράξη που στέκεται πάνω από οποιαδήποτε μορφή πολιτικής. Είναι εκείνη που κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση σε κάθε εξουσία, όποιο ρούχο κι αν φοράει. Κι αυτό συμβαίνει όχι γιατί η Τέχνη είναι αντιεξουσιαστική, αλλά γιατί η Εξουσία είναι αντιπνευματική.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να δημιουργήσει χωρίς φαντασία. Η Εξουσία, όποια μορφή κι αν έχει, δεν διαθέτει ίχνος φαντασίας. Η Τέχνη βασίζεται στη φαντασία. Γι’ αυτό και η Εξουσία πολεμάει την Τέχνη, όπου την συναντήσει. Έτσι Εξουσία και Τέχνη είναι πάντα σε εμπόλεμη κατάσταση.»
Οι αφηρημένες εκφράσεις λειτουργούν ως πασπαρτού. Ο λόγος είναι προφανής, είναι τόσο ευρείς που μπορούν να καλύψουν κάθε οπτική γωνία χωρίς συγχρόνως να αποκαλύπτουν με σαφήνεια το στίγμα της.
Το κείμενο που προηγείται προέρχεται από την ΣΤΟΑ, έναν ιστορικό θίασο που εδρεύει στην Αθήνα και συμπλήρωσε ήδη τρεις δεκαετίες λειτουργίας. Στην πολυετή αυτή δράση του στήριξε κατά κύριο λόγο νεοελληνικά θεατρικά έργα. Ιδρύθηκε το 1971, ανδρώθηκε δηλαδή μέσα στην χούντα. Έχει δικαιολογημένα μάλλον δημιουργήσει την εικόνα ενός θιάσου πέρα του συρμού με συντελεστές που υπηρετούν το Θέατρο χωρίς φρου φρου και αρώματα.
Στο κείμενο-απόσπασμα αυτό συναντάμε διάφορες εκφράσεις-έννοιες πασπαρτού οι οποίες παρατίθενται μάλιστα διπολικά και από μορφολογική και από εννοιολογική σκοπιά. Έχουμε λοιπόν ως πόλο από την μια την τέχνη, την εξουσία, την πολιτική, την φαντασία και από την άλλη ως αντί-πόλο την αντιπνευματικότητα, την αντιεξουσιαστικότητα, την αντιπολιτευτικότητα και την παντελή έλλειψη φαντασίας. Η πόλωση αυτή δεν περιορίζεται βέβαια στα εκφραστικά μέσα, επεκτείνεται ουσιαστικά στον διαχωρισμό-αξιολόγηση των εννοιών. Έτσι έχουμε στην κατηγορία με το θετικό πρόσημο (σύμφωνα πάντα με τον συντάκτη) την τέχνη, την φαντασία, την αντιεξουσιαστικότητα, την αντιπολιτευτικότητα και την πολιτική και από την άλλη στην κατηγορία με το αρνητικό πρόσημο την εξουσία, την έλλειψη φαντασίας και την αντιπνευματικότητα.
Το κείμενο κινείται σαφώς στις ράγες της αντίληψης που υπαγορεύει στην ανθρώπινη σκέψη ως τρόπο προσέγγισης της «αλήθειας» τον διαχωρισμό μεταξύ Καλού και Κακού. Είναι ίσως ο πιο επιφανειακός και χοντροκομμένος τρόπος προσέγγισης της «αλήθειας» γιατί βασίζεται στην υπεραπλούστευση και την γενίκευση.
Το κείμενο της ΣΤΟΑΣ θίγει το θέμα της σχέσης εξουσίας και τέχνης ως ένα δίπολο το οποίο βρίσκεται όπως χαρακτηριστικά λέει πάντα σε εμπόλεμη κατάσταση. Ορμώμενος από αυτή την αντίληψη μπορεί κάποιος να θέσει δύο κεντρικά ερωτήματα:
Πρώτον: η τέχνη ασκεί εξουσία; ή αλλιώς η τέχνη αποτελεί κομμάτι της εξουσίας;
και δεύτερον: η εξουσία είναι εξ ορισμού αντιπνευματική;
Το πρώτο ερώτημα σχετίζεται με τον προσεταιρισμό της τέχνης από την εξουσία ακριβώς επειδή η τέχνη έχει την δύναμη με τα δικά της μέσα να ασκεί εξουσία και το δεύτερο με την απαξίωση της εξουσίας και της πολιτικής που οδηγεί στην όλο και μεγαλύτερη αποξένωση και αποστασιοποίηση του ανθρώπου – πολίτη από αυτήν.
Η σύγχρονη τάση των πολιτών είναι – αδρανοποιημένοι και εγκλωβισμένοι στην επίτευξη της ατομικής τους ευημερίας – να δαιμονοποιούν το κράτος ή πιο αφηρημένα (έννοια πασπαρτού) την εξουσία για τα οποιασδήποτε μορφής δεινά που υφίστανται. Είναι το άλλοθι του απολίτικου σύγχρονου πολίτη. Όντας δημοκράτες, αποκομμένοι όμως όχι μόνο ουσιαστικά αλλά και ιδεολογικά από το δικαίωμα – πόσο μάλλον την υποχρέωση – για άσκηση εξουσίας, απαρνούμαστε την ίσως πιο θεμελιώδη αρχή της δημοκρατίας: την ενεργητική συμμετοχή στα τεκταινόμενα. Ικανοποιούμαστε με την ιδέα πως στην δημοκρατική μας κοινωνία έχουμε ελευθερία λόγου, χωρίς όμως ουσιαστικά να έχουμε την διάθεση να αρθρώσουμε πολιτικό λόγο. Η δημοκρατία λοιπόν λειτουργεί κυρίως σε φαντασιακό επίπεδο και όχι ουσιαστικά, πλαισιωμένη με μύρια άλλοθι που θέλουν να δικαιολογήσουν την αποχή από την δημοκρατία στην πράξη, δηλαδή την συμμετοχή.
Αν η εξουσία είναι αντιπνευματική, χωρίς ίχνος φαντασίας, αν η εξουσία έχει περιπέσει σε έναν ατελείωτο τεχνοκρατισμό, τότε ο πολίτης είναι ο κύριος υπαίτιος. Μια αντιπνευματική εξουσία παραπέμπει σε μια αντιπνευματική κοινωνία, παραπέμπει δηλαδή σε κάθε πολίτη ξεχωριστά. Η δαιμονοποίηση της εξουσίας συνοδεύεται τις περισσότερες φορές από την θυματοποίηση του πολίτη, του δήθεν ανήμπορου πολίτη που αδυνατεί να αντισταθεί.
Η τάση απαξίωσης της πολιτικής διαφαίνεται και στον ισχυρισμό ότι η τέχνη είναι τόσο σπουδαία πολιτική πράξη που στέκεται πάνω από οποιαδήποτε μορφή πολιτικής. Σαν να διατείνεται κανείς πως η πολιτική ασκείται με «καλύτερο» τρόπο έμμεσα με την αφαίρεση παρά με τον άμεσο πολιτικό λόγο και δράση.
Παρακολουθώντας τον ισχυρισμό αυτό, το ότι δηλαδή η τέχνη είναι εκείνη που κάνει ουσιαστική αντιπολίτευση σε κάθε εξουσία, ερχόμαστε στην ίσως πιο τρανταχτή αντίφαση του κειμένου. Αν λοιπόν η τέχνη έχει πολιτικά μια τόσο ισχυρή επίδραση σε μια κοινωνία, τότε είναι οργανικό μέρος της εξουσίας, αλλιώς θα την είχε ανατρέψει ή τουλάχιστον αλλάξει. Κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται ούτε έχει συμβεί.
Στον σύγχρονο κόσμο ο προσεταιρισμός μερικά η ολοκληρωτικά των ΜΜΕ και της καλλιτεχνικής έκφρασης από την εξουσία είναι θεμελιακή προϋπόθεση για την εξασφάλιση βιωσιμότητας της εξουσίας. Η εξουσία έχει επίγνωση της δύναμης της τέχνης γι’ αυτό και σε ολοκληρωτικά καθεστώτα η τέχνη στρατεύεται και εναρμονίζεται με την βία καθολικά με τις απολυταρχικές αρχές του καθεστώτος. Έτσι έχουμε την τέχνη σε έναν διττό ρόλο. Ή συμβαδίζει με την ιστορία, όποτε αποτελεί μέρος της εξουσίας, ή προηγείται της ιστορίας, οπότε αυτονομείται και αποκόβεται από την εξουσία, οπότε και δρα αντιεξουσιαστικά.
Εξουσία και τέχνη συμβαδίζουν σήμερα και δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση. Η γενίκευση πως πάντα είναι αντιμέτωπες μεγενθύνει αβάσιμα τον ρόλο της τέχνης που σήμερα είναι απονευρωμένη και στις περισσότερες περιπτώσεις έχει χάσει ακόμα και τον εναυσματικό για επικοινωνία χαρακτήρα της (βλ. τεύχος 1, Τέχνη ή αλλιώς έναυσμα για επικοινωνία).
Όσο η αίσθηση εδραιώνεται, πως τα «κέντρα αποφάσεων», η εξουσία δηλαδή, εδρεύουν μακριά από τους πολίτες και είναι απροσπέλαστα, τόσο θα απαξιώνεται η δημοκρατία και θα αναγορεύονται άλλοι χώροι ως καταλληλότεροι να ασκήσουν πολιτική. Μα πόσο δημοκρατική μπορεί να είναι μια τέτοια κοινωνική πραγματικότητα; Πόσο επιβαρυντική για την δημοκρατία μπορεί να είναι μια τέτοια αντίληψη;
Σχολιάστε